διομαλισμός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, consistency, steadiness, τῶν πράξεων S.E.P.3.244, cf. M.11.206: pl., uniform periods, in illness, Herod.Med. ap. Orib. 7.8.5.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 uniformidad τῷ διομαλισμῷ καὶ τάξει ταῦτα διορίζεσθαι S.E.M.11.206, cf. P.3.244.
2 persistencia en la regularidad κατὰ τοὺς διομαλισμούς Herod.Med. en Orib.7.8.5.
Greek Monolingual
διομαλισμός, ο (Α) διομαλίζω
η σταθερότητα.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλισμός: ὁ неизменность, постоянство Sext.
German (Pape)
ὁ, das Sichgleichbleiben, die Gleichmäßigkeit, Sext.Emp. adv. math. 11.206.