συνοπάζομαι
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
accompany, S.Fr.373.5 (v.l. συμπλάζεται), dub. in Rev.Et.Anc.31.311 (Thrace).
Russian (Dvoretsky)
συνοπάζομαι: сопровождать, сопутствовать Soph.
Greek (Liddell-Scott)
συνοπάζομαι: Παθ., = συνοπαδέω, ἴδε συμπλάζομαι.
Greek Monolingual
Α
συνοδεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀπάζω «καταδιώκω, κυνηγώ»].
German (Pape)
mit folgen, Soph. frg. 342 bei Dion.Hal. 2.48.