καταφθινύθω
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], = καταφθίω, h.Cer.353, Emp. 111.4; cf. sq.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταφθινύθω [καταφθίνω] verwoesten.
Russian (Dvoretsky)
καταφθῐνύθω: (только praes.) губить, уничтожать (τιμάς HH; ἀρούρας Emped.).
Greek Monolingual
καταφθινύθω (Α)
(ποιητ. τ.) καταφθίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + φθινύθω, ποιητ. τ. του φθίω «καταστρέφω»].
Greek Monotonic
καταφθῐνύθω: [ῠ], = καταφθίω, σε Ομηρ. Ύμν.
Greek (Liddell-Scott)
καταφθινύθω: ῠ, καταφθίω, τινὰς Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 354· ἄνεμοι κ. ἄρουραν Ἐμπεδ. 465· πρβλ. τὸ ἑπόμ.
Middle Liddell
= καταφθίω, Hhymn.]
German (Pape)
verstärktes καταφθίω, zu Grunde gehen lassen; τιμάς H.h. Cer. 354; ἄνεμοι – ἄρουραν Empedocl. 401; bei Theocr. 25.122 Conj. Meineke für καταφθίνουσι.