ὑποπέλιδνος
From LSJ
English (LSJ)
ον, somewhat black, wan, or livid, Hp.Epid.3.1.ιά: —also ὑποπέλιος, ον, Id.Art.86, Epid.1.26.ή, Thphr.HP3.11.1, Dsc.1.67.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπέλιδνος: ὀλίγον πελιδνός, μελαψός, μαυρωπός, μελανός, Ἱππ. 452. 13., 557, 57.
Greek Monolingual
-ον, Α πελιδνός
ο κάπως χλομός.
German (Pape)
= ὑποπέλιος, Sp.