ὑποπέλιος

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπέλιος Medium diacritics: ὑποπέλιος Low diacritics: υποπέλιος Capitals: ΥΠΟΠΕΛΙΟΣ
Transliteration A: hypopélios Transliteration B: hypopelios Transliteration C: ypopelios Beta Code: u(pope/lios

English (LSJ)

ον, = ὑποπέλιδνος.

German (Pape)

[Seite 1228] etwas schwärzlich, bleich od. unterlaufen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπέλιος: -ον, = τῷ προηγ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, Ἐπιδημ. τὸ α΄ 984, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.

Greek Monolingual

-ον, Α
ὑποπέλιδνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πελιός «πελιδνός, μαυροκίτρινος»].