λυσσοδίωκτος

From LSJ
Revision as of 17:09, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσοδίωκτος Medium diacritics: λυσσοδίωκτος Low diacritics: λυσσοδίωκτος Capitals: ΛΥΣΣΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: lyssodíōktos Transliteration B: lyssodiōktos Transliteration C: lyssodioktos Beta Code: lussodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον, pursued by madness, Orac. ap. X.Eph.1. 6.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσοδίωκτος: -ον, καταδιωκόμενος ὑπὸ μανίας, Ξεν. Ἐφ. 1, 6.

Greek Monolingual

λυσσοδίωκτος, -ον (Α)
αυτός που διώκεται, που κατέχεται από μανία, ιδίως ερωτική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + -δίωκτος (< διώκω), πρβλ. δημο-δίωκτος, λυκο-δίωκτος].

German (Pape)

von Wut, Liebeswut verfolgt, Xen. Eph. 1.6, wo Hemsterh. λῃστοδίωκτος vermutet.