καταχραίνομαι
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
French (Bailly abrégé)
barbouiller.
Étymologie: κατά, χραίνω.
Greek Monotonic
καταχραίνομαι: αποθ., ραντίζω, πασπαλίζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταχραίνομαι: обрызгивать, окроплять (γάλακτι Anth.).
Middle Liddell
Dep. to besprinkle, Anth.
German (Pape)
besprengen, Leon.Tar. (VII.657) γάλακτι.