προηγμένα
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
English (LSJ)
τά, v. προάγω.
German (Pape)
[Seite 723] τά, part. perf. pass. von προάγω, bei den Stoikern, vorgezogene, vorzügliche Dinge, d. i. solche, die zwar nicht gut an sich sind, aber doch diesen zunächst stehen und unverwerflich sind, s. Zeno bei D. L. 7, 105, im Gegensatz von ἀποπροηγμένα, Cic. promota, producta, auch praeposita, praecipua, im Gegensatz von remota, rejecta.
Greek (Liddell-Scott)
προηγμένα: τά, μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ προάγω Ι. 4, ὅρος τῆς Στωϊκῆς φιλοσοφίας δηλῶν πράγματα ἅπερ προτιμῶνται τῶν ἄλλων οὐχὶ ὡς παντάπασιν ἀγαθά, ἀλλ’ ὡς προτιμότερα τῶν παντάπασι κακῶν, τὰ παρὰ Κικέρωνι promota, producta, præposita, præcipua (de Fin. 3. 16., 4. 26), Ζήνων παρὰ Διογ. Λ. 7. 105, Λουκ. Λ. 7. 105, Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 21, ἐν Δὶς Κατηγ. 22· ὡσαύτως καλοῦνται ληπτά, Πλούτ. 2. 1068Α· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀποπροηγμένα, Λατ. remota, rejecta (Κικέρ. ὡς ἀνωτέρ.) Στοβ. Ἐκλογ. 2, σ. 244, Λουκ. ἔνθ’ ἀνωτέρ. ― Ὡσαύτως ὁ παθ. ἀόρ. προαχθῆναι, ἦτο ἐν χρήσει ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Διογ. Λ. 7. 106.
Russian (Dvoretsky)
προηγμένα: τά (лат. producta, promota, praeposita или praecipua) (у стоиков) относительные, т. е. внешние блага (напр., здоровье, красота и т. п., которые, не будучи абсолютными благами - ἀγαθά, - не относятся все же к числу зол) Luc., Diog. L.