ψωθία
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ἡ, blister on under-surface of loaf, Poll. 7.23
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, = Folgdm, Phereer. bei Poll. 9, 83, nach 7, 23 Gegensatz von ἀττάραγος, αἱ ἐκ τοῦ κάτω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψωθίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα και κατάλ. -ία].