ἀπόσκηνος

From LSJ
Revision as of 19:00, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόσκηνος Medium diacritics: ἀπόσκηνος Low diacritics: απόσκηνος Capitals: ΑΠΟΣΚΗΝΟΣ
Transliteration A: apóskēnos Transliteration B: aposkēnos Transliteration C: aposkinos Beta Code: a)po/skhnos

English (LSJ)

ον, (σκηνή) encamping apart, living and messing alone, opp. σύσσιτος, Id.Cyr.8.7.14.

Spanish (DGE)

-ον
que es de otra tienda οἰκειότεροι ... σύσσιτοι ἀποσκήνων son más familiares los compañeros que los de otra tienda X.Cyr.8.7.14.

German (Pape)

[Seite 324] (σκηνή), getrennt wohnend, nicht mit Andern zusammenlebend, Gegensatz σύσσιτος Xen. Cyr. 8, 7, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vit à part, litt. sous une tente à part.
Étymologie: ἀπό, σκηνή.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόσκηνος: живущий отдельно Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόσκηνος: -ον, (σκηνὴ) ὁ κατασκηνῶν χωριστά, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος κατ’ ἰδίαν, ἀντιθέτως πρὸς τὸ σύσσιτος, Ξεν. Κύρ. 8. 7, 14.

Greek Monolingual

ἀπόσκηνος, -ον (Α)
αυτός που στρατοπεδεύει χωριστά, που ζει και σιτίζεται μόνος του.

Greek Monotonic

ἀπόσκηνος: -ον (σκηνή), αυτός που κατασκηνώνει χωριστά, που ζει και τρέφεται μόνος, σε Ξεν.

Middle Liddell

σκήνη
encamping apart, messing alone, Xen.