ἰσχνότης

From LSJ
Revision as of 19:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχνότης Medium diacritics: ἰσχνότης Low diacritics: ισχνότης Capitals: ΙΣΧΝΟΤΗΣ
Transliteration A: ischnótēs Transliteration B: ischnotēs Transliteration C: ischnotis Beta Code: i)sxno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A thinness, leanness, σαρκός Hp.Aër.21; σώματος Arist.HA581b26; φύσιος Aret.SA1.7. 2 of style, spareness, i.e. plainness, ἰ. φράσεως, of Lysias, D.H.Vett.Cens.5.1; cf. Phld.Rh.1.165S., Demetr.Eloc.14. 3 thinness, weakness of pronunciation, opp. πλατειασμός, Quint.1.5.32.

German (Pape)

[Seite 1272] ητος, ἡ, die Trockenheit, Magerkeit; τοῦ σώματος Arist. H. A. 7, 1; öfter bei den Medic. – Bei den Rhett. Gedrängtheit, Kürze, tenuitas. – In der Aussprache, das Verbeißen, Auslassen einzelner Buchstaben mit zu engem Munde, Gegensatz πλατειασμός, Quinct. 1, 5, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, λεπτότης, ἀδυναμία, ὀλιγότης σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 1, 11. 2) ἐπὶ ὕφους, ἁπλότης, τὸ ἀπέριττον ἢ ἀκαλλώπιστον, Λατ. tenuitas ἰσχν. φράσεως, ἐπὶ τοῦ Λυσίου, Διον. Ἀλ. τῶν Ἀρχαίων Κρίσις 5. 1· πρβλ. ἰσχνός. 3) λεπτότης προφορᾶς, ἀντίθετον τῷ πλατειασμός, Κυντιλιαν. (Quintil.) 1, 5. 32.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνότης: ητος ἡ
1) худоба, худощавость (τοῦ σώματος Arst.);
2) рит. (о стиле) сжатость, сухость, скупость (φράσεως).