διοίγω

From LSJ
Revision as of 13:19, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διοίγω Medium diacritics: διοίγω Low diacritics: διοίγω Capitals: ΔΙΟΙΓΩ
Transliteration A: dioígō Transliteration B: dioigō Transliteration C: dioigo Beta Code: dioi/gw

English (LSJ)

v. διοίγνυμι.

Spanish (DGE)

abrir βοᾷ διοίγειν κλῇθρα S.OT 1287, τὰς γνάθους Ar.Ec.852, διοίγων θάλαμον ... χερί E.Fr.285.8, cf. Supp.1205, τοὺς ὀδόντας Hp.Epid.7.88, cf. 5.83, τὸν πόρον Arist.HA 504b5, cf. Thphr.Ign.42, 45, ἐδόκει οἱ ὁ θεὸς διοίξας τὸ στόμα τᾷ χερί τὸ ἕλκος ἀφελεῖν IG 42.123.136 (IV a.C.), en v. pas. διχάδε διοιχθέντες de las figurillas de los silenos que encierran dentro imágenes de la divinidad, Pl.Smp.215b, cf. 222a, Iul.Or.9.187a
abs. abrir la puerta ἰδοὺ, διοίγω S.Ai.346
en v. med. abrirse διοίγετο σάρκες Pi.Fr.246b, las puertas, S.OT 1295, διοίγεται ὁ φάρυγξ Arist.PA 664b26, cf. Nic.Fr.74.45, ἄρτι διοιγομένων οὔλων GVI 2039.3 (Mitilene I/II d.C.?), fig. διοιγομένοιο κλύδωνος Q.S.14.496.

French (Bailly abrégé)

c. διοίγνυμι.

Greek Monolingual

διοίγνυμι και διοιγνύω και διοίγω (Α) οίγνυμι, οιγνύω, οίγω
1. ανοίγω κάτι και το κρατώ ανοιχτό
2. (-μαι) (για φυτά) βγάζω βλαστούς.

English (Slater)

διοίγω split open διοίγετο σάρκες (v. 1. διήγεται) fr. 246b.

Russian (Dvoretsky)

διοίγω:
1 отпирать (κλῇθρα Soph.);
2 открывать, растворять (τὸν πόρον Arst.): διχάδε διοιχθείς Plat. надвое (т. е. широко) раскрытый;
3 вскрывать, разрезать (σφάγια Eur.).