λαθικήδης
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fait oublier le chagrin.
Étymologie: λαθεῖν, κῆδος.
Russian (Dvoretsky)
λᾰθῐκήδης: или λᾰθῐκηδής
1 заставляющий забыть заботы, разгоняющий тоску (Διόνυσος Anth.);
2 дающий успокоение, успокаивающий (μαζός, sc. μητρός Hom.).