παραβόλως
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
French (Bailly abrégé)
adv.
audacieusement, témérairement.
Étymologie: παράβολος.
Russian (Dvoretsky)
παραβόλως:
1 смело, отважно (πλεῖν Men.; ἀγωνίζεσθαι Plut.);
2 неожиданно, врасплох (π. καὶ ἀνελπίστως Polyb.).