ὀπώδης
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ες, v. ὀποειδής.
German (Pape)
[Seite 364] ες, = ὀποειδής, Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ὀπώδης:
1 похожий (по своим свойствам) на фиговый сок, действующий, как закваска (πόα Arst.);
2 сочный (ξύλον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπώδης: -ες, ἴδε ἐν λ. ὀποειδής.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀπώδης, -ῶδες) οπός
αυτός που έχει άφθονο χυμό
αρχ.
γαλα
κτώδης.