γενεθλιακός
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
ή, όν, A belonging to a birthday, ὧραι AP6.321 (Leon.); ἡμέρα Vett. Val.26.14, al., cf. Ph.2.529. II = γενεθλιαλόγος, caster of nativities, astrologer, genethliac Gal.15.441, cf. Gell.14.1.1.
Spanish (DGE)
(γενεθλιᾰκός) -ή, -όν
I que concierne al momento del nacimiento, natalicio ὧραι AP 6.321 (Leon.Alex.), ἡμέρα Vett.Val.25.16, ἔτη Vett.Val.242.8, κέντρα Vett.Val.418.10.
II subst. ὁ γ.
1 autor de horóscopos, astrólogo Gell.14.1.1, Aug.Ciu.22.28.
2 natalicio, aniversario αἱ γενεθλιακαὶ αὐτοκράτορος Ph.2.529, Ἀπελλᾷ γ. discurso de cumpleaños (dedicado) a Apeles Aristid.Or.30 tít.
German (Pape)
[Seite 481] zum Geburtstag gehörig; ὧραι, Geburtstag, Leon. Al. 26 (IX, 353); ὁ, Nativitätssteller, Galen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le jour de la naissance;
2 subst. ὁ γενεθλιακός tireur d'horoscope.
Étymologie: γενέθλιος.
Russian (Dvoretsky)
γενεθλιακός: II ὁ составитель гороскопов, астролог Gell.
связанный с рождением: ὧραι γενεθλιακαί Anth. день рождения.
Greek (Liddell-Scott)
γενεθλιᾰκός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὰ γενέθλια ἀνήκων, Ἀνθ.II. 6. 321. ΙΙ. = γενεθλιαλόγος, Γαλην., πρβλ. Γέλλ. 14. 1.
Greek Monolingual
γενεθλιακός, -ή, -όν (AM) γενέθλη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση («γενεθλιακαὶ ὦραι»)
2. φρ. «γενεθλιακή πανήγυρις» — τα Χριστούγεννα.
Greek Monotonic
γενεθλιᾰκός: -ή, -όν (γενέθλιος), αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την ημέρα των γενεθλίων, σε Ανθ.