εὔχιλος

From LSJ
Revision as of 18:54, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῑλος Medium diacritics: εὔχιλος Low diacritics: εύχιλος Capitals: ΕΥΧΙΛΟΣ
Transliteration A: eúchilos Transliteration B: euchilos Transliteration C: eychilos Beta Code: eu)/xilos

English (LSJ)

ον, A rich in fodder, κάπη Lyc.95. II of a horse, feeding well, X.Eq.1.12 (Comp.), cf. Arist.PA675b15 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1109] futterreich, κάπη Lycophr. 95; γῆ Poll. 7, 184. Aber ἵππος = ein Pferd, das gut frißt, viel Futter braucht, Xen. de re equ. 1, 12; ζῷα Arist. gen. anim. 3, 24, im comparat. εὐχιλότερα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 abondant en fourrage;
2 bien nourri.
Étymologie: εὖ, χιλός.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῑλος: много съедающий (ἵππος Xen.; ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῑλος: -ον, ἔχων ἄφθονον χόρτον πρὸς τροφὴν ζῴων, κάπη Λυκόφρ. 95. II. ἐπὶ ἵππου, καλῶς τρεφόμενος, Ξεν. Ἱππ. 1. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 21, πρβλ. εὔχειλος.

Greek Monolingual

εὔχιλος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει πλούσια χλόη, άφθονο χορτάρι
2. (για ζώα και κυρίως άλογα) αυτός που τρέφεται καλά με χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χιλός «φρέσκο χόρτο»].

Greek Monotonic

εὔχῑλος: -ον, λέγεται για άλογο, αυτό που τρέφεται καλά, σε Ξεν.

Middle Liddell

εὔ-χῑλος, ον
of a horse, feeding well, Xen.