ἀναβλήδην
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
English (LSJ)
= ἀμβλήδην (q.v.), afresh, Arat.1070, Max.287.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀμβλήδην Il.22.476
adv.
1 en alto ἀμβλήδην γοόωσα μετὰ Τρῳῇσιν ἔειπεν gimiendo a voz en grito entre las troyanas dijo, Il.22.476.
2 más allá de una duración habitual αἶγες ὁππότε ... πάλιν αὖτις ἀναβλήδην ὀχέωνται Arat.1070, cf. Max.287.
German (Pape)
[Seite 181] Arat. 1069, ὀχέομαι, sich abwechselnd, einer den andern besteigen, s. ἀμβλήδην.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en sanglotant;
2 en différant ; avec lenteur.
Étymologie: ἀναβάλλω, -δην.