βαυκαλίζω

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκᾰλίζω Medium diacritics: βαυκαλίζω Low diacritics: βαυκαλίζω Capitals: ΒΑΥΚΑΛΙΖΩ
Transliteration A: baukalízō Transliteration B: baukalizō Transliteration C: vafkalizo Beta Code: baukali/zw

English (LSJ)

= βαυκαλάω, AB85, Hsch.

Spanish (DGE)

arrullar a un niño para dormirlo, Hsch., AB 85.28.

German (Pape)

[Seite 439] = βαυκαλάω, B. A. 85.

Greek Monolingual

(AM βαυκαλίζω)
νανουρίζω, αποκοιμίζω σιγοτραγουδώντας μονότονα
νεοελλ.
1. αποκοιμίζω ή καθησυχάζω κάποιον με απατηλές υποσχέσεις
2. (-ομαι) μένω ήσυχος ξεγελώντας τον εαυτό μου με αβάσιμες ελπίδες και ψεύτικες υποσχέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βαυκαλώ].

Mantoulidis Etymological

(=κοιμίζω, νανουρίζω) καί βαυκαλάω. Εἶναι λέξη ἠχοποιημένη ἀπό τό βαυ-βαυ, φωνή τῆς τροφοῦ γιά νά νανουρίσει τό μωρό. Ἀπό ἐδῶ: βαυκάλημα (=νανούρισμα).