ρύγχος

From LSJ
Revision as of 12:45, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), " to "$1$2, ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

το / ῥύγχος, ΝΜΑ
το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. το ακραίο πρόσθιο τμήμα διαφόρων οργάνων του σώματος
2. οξύ άκρο εργαλείου ή οργάνου
αρχ.
1. το ράμφος τών πτηνών
2. ειρων. το πρόσωπο άσχημου ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που ανάγεται πιθ. σε ηχομιμητική ΙΕ ρίζα srungh- «ροχαλίζω» και συνδέεται με το ρ. ῥέγκω / ῥέγχω (βλ..και λ. ρέγχω). Ο τ. συνδέεται με το αρμ. rng-un-k'].

Mantoulidis Etymological

(=μούρη, ράμφος). Ἴσως ἀπό τό ρύζω (=γλυλλίζω), πού μπορεῖ νά ἔχει σχέση μέ τό ρέγχω.