διάσπασμα
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ατος, τό, = διάσπασις (tearing asunder, forcible separation, gap) II, Plu. Aem. 20, Polyaen. 4.3.17.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 milit. brecha, hueco en una línea defensiva o de batalla μήτε δ. ... ἐν τῇ φάλαγγι Plu.Lyc.22, cf. Aem.20, τοῖς διασπάσμασιν ἐμβαλὼν Ἀλέξανδρος Polyaen.4.3.17, cf. 22, entre una parte que se aleja y el grueso del ejército, Plu.Phil.10.
2 interrupción ref. a una percepción sensorial zona oscura o de silencio πάγοις ἀνατεταμένοις διασπάσματα πολλὰ τῆς ὄψεως ... ἐχούσης teniendo su visión muchos puntos ciegos por las rocas que se alzaban ante él Plu.Cat.Ma.13, ἡ δὲ φωνὴ ... προστυγχάνουσα σώμασι πολλοῖς ... διασπάσματα λαμβάνει μεγάλα el sonido que se encuentra con cuerpos numerosos presenta grandes intermitencias Epicur.323U., cf. Porph.in Harm.47.8.
3 desgarro, rasgadura, agujero en rollos de papiro τὰ διασπάσματα τῶν βιβλιδίων Diog.Ep.33.1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 déchirure, brèche, interruption;
2 moyen pour épiler ou drogue pour faire tomber les poils.
Étymologie: διασπάω.
Greek Monotonic
διάσπασμα: -ατος, τό, σχίσμα, χάσμα, κενό, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διάσπασμα: ατος τό Plut. = διάσπασις 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάσπασμα -ατος, τό [διασπάω] gat, opening.
Middle Liddell
διάσπασμα, ατος, τό, n [from διασπάω
a gap, Plut.
German (Pape)
τό, Trennung, Lücke, Plut. Lyc. 22, δ. ποιεῖν ἐν τῇ φάλαγγι; vgl. Aemil. 20.