κυβερνητήριος

From LSJ
Revision as of 13:49, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνητήριος Medium diacritics: κυβερνητήριος Low diacritics: κυβερνητήριος Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kybernētḗrios Transliteration B: kybernētērios Transliteration C: kyvernitirios Beta Code: kubernhth/rios

English (LSJ)

α, ον, = κυβερνητικός, Orac. ap. Plu.Sol.14.

German (Pape)

[Seite 1522] zum Steuermann gehörig; ἔργον, die Arbeit des Steuerns, or. bei Plut. Sol. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne le pilote ou la manœuvre du gouvernail.
Étymologie: κυβερνητήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνητήριος -α -ον [κυβερνητήρ] van een stuurman.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνητήριος: относящийся к кормчему (ἔργον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήριος: -α, -ον, = κυβερνητικός, Χρησ. παρὰ Πλουτ. Σόλ. 14.

Greek Monolingual

κυβερνητήριος, -ία, -ον (Α) κυβερνητήρ
κυβερνητικός.

Greek Monotonic

κῠβερνητήριος: -α, -ον = κυβερνητικός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.

Middle Liddell

κῠβερνητήριος, η, ον = κυβερνητικός, Orac. ap. Plut.]