στηθοειδής

From LSJ
Revision as of 13:51, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηθοειδής Medium diacritics: στηθοειδής Low diacritics: στηθοειδής Capitals: ΣΤΗΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: stēthoeidḗs Transliteration B: stēthoeidēs Transliteration C: stithoeidis Beta Code: sthqoeidh/s

English (LSJ)

ές, rounded like the breast, μαχαιρίς Hp.Morb.2.47.

German (Pape)

[Seite 940] ές, brustartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στηθοειδής: -ές, στρογγύλος ὡς τὸ στῆθος, Ἱππ. 476. 53.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που είναι στρογγυλός σαν το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + -είδης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηθοειδής -ές [στῆθος, εἶδος] borstvormig.