πολυάνδριος

From LSJ
Revision as of 10:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠάνδριος Medium diacritics: πολυάνδριος Low diacritics: πολυάνδριος Capitals: ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΣ
Transliteration A: polyándrios Transliteration B: polyandrios Transliteration C: polyandrios Beta Code: polua/ndrios

English (LSJ)

ον,
A of many men or connected with many men, τὸ πολυάνδριον κακὸν μεταδιώκειν, i. e. prostitution, Ph.1.568 (sed leg. -ανδρον); πολυάνδριος τάφος = πολυανδρεῖον, Eun.Hist.p.264 D.; πολυάνδριοι δαίμονες spirits which haunt a πολυανδρεῖον, Tab.Defix.Aud.22.30.
II Subst. πολυάνδριον, τό, meeting place, place where many people assemble, Plu. 2.823e (pl.).
2 = πολυανδρεῖον, Ph.Bel.86.14, D.H.1.14, Str.9.4.16, J.BJ5.1.3, Plu.Flam.7, Ael.VH12.21.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne beaucoup d'hommes;
τὸ πολυάνδριον :
1 lieu où se rassemblent beaucoup d'hommes;
2 lieu de sépulture commune, cimetière.
Étymologie: πολύανδρος.

Greek (Liddell-Scott)

πολυάνδριος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς πολλοὺς ἄνδρας, τὸ π. κακὸν μεταδιώκειν, δηλ. τὴν πορνείαν, Φίλων 1. 568. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. πολυάνδριον, τό, τόπος, ἔνθα πολλοὶ συνέρχονται, Πλούτ. 2. 823Ε. 2) τόπος ἔνθα πολλοὶ θάπτονται, νεκροταφεῖον, Διον. Ἁλ. 1. 14, Στράβ., κλ.

Greek Monolingual

-ον, Α πολύανδρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολυανδρία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάνδριον
α) τόπος όπου συγκεντρώνονται πολλοί άνδρες
β) νεκροταφείο πολλών ανδρών
3. φρ. α) «πολυάνδριον κακόν» — η πορνεία
β) «πολυάνδριος τάφος» — νεκροταφείο πολλών ανδρών
γ) «πολυάνδριοι δαίμονες» — πνεύματα που συχνάζουν στα νεκροταφεία.