νάφθα

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάφθᾰ Medium diacritics: νάφθα Low diacritics: νάφθα Capitals: ΝΑΦΘΑ
Transliteration A: náphtha Transliteration B: naphtha Transliteration C: naftha Beta Code: na/fqa

English (LSJ)

ἡ (τό, Eust.700.56), naphtha (Persian naft), Dsc.1.73, D.C. 36.3a:—also νάφθας, ὁ, Str.16.1.15; acc. νάφθαν LXX Da.3.64; gen. νάφθα Str.l.c., Plu.Alex.35.

German (Pape)

[Seite 234] ἡ u. τό, = Folgdm; Lob. Phryn. 438.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
naphte, sorte de bitume.
Étymologie: DELG emprunt oriental.

Russian (Dvoretsky)

νάφθα: τό и νάφθας ἡ и ὁ indecl. (перс.) нефть Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νάφθᾰ: ἡ, τὸ «νέφτι» (Περσιστὶ naft), εἶδος διαφανοῦς καὶ εὐφλέκτου ἐλαίου λαμβανομένου ἐκ τῆς Βαβυλωνιακῆς ἀσφάλτου, Διοσκ. 1. 101· - ἀρσεν. ὀνομαστ. νάφθας ἀπαντᾷ παρὰ Στράβ. 743· καὶ οὐδ. νάφθα μνημονεύεται ὑπὸ Εὐστ. 700. 56, Σουΐδ.: γεν. τοῦ νάφθα Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλουτ. Ἀλέξ. 35.

Greek Monolingual

η (Α νάφθα)
νεοελλ.
χημ.
1. κάθε πτητικό και πολύ εύφλεκτο μίγμα υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται είτε ως διαλύτης ή μέσον αραίωσης είτε ως πρώτη ύλη για την παραγωγή βενζίνης
2. το ακάθαρτο πετρέλαιο
αρχ.
είδος διαφανούς και εύφλεκτου ελαίου το οποίο λαμβάνονταν από τη βαβυλωνιακή άσφαλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει επιχειρηθεί η σύνδεσή του με την ιραν. ρίζα nab- «είμαι υγρός», το αβεστ. napta «υγρός», το περσ. naft «νάφθα» καθώς και με τα νέφος, λατ. Neptunus (< ΙΕ ρίζα nebh-), χωρίς όμως να αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευσή του. Ο λατ. τ. naphtha είναι δάνειο από την Ελληνική].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f. n.
Meaning: petroleum (LXX, Str., Dsc.).
Other forms: -ας m.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Iran.
Etymology: From NPers. naft petroleum which is of unknown origin. -- After Brandenstein OLZ 43, 345 ff. (with Herzfeld Arch. Mitt. aus Iran 9, 80ff.) from Iran. *nafta- from *nab- be wet; after B. further to IE *nebh- in νέφος, Neptunus etc. (doubtful). On meaning and further forms (Accad. napṭu) Forbes Mnem. 3: 4, 70f. Lat. LW [loanword] nap(h)tha.

Frisk Etymology German

νάφθα: {náphtha}
Forms: -ας m.
Grammar: f. n.,
Meaning: Erdöl (LXX, Str., Dsk. usw.).
Etymology: Aus npers. naft Erdharz, Erdöl unbekannten Ursprungs. — Nach Brandenstein OLZ 43, 345 ff. (mit Herzfeld Arch. Mitt. aus Iran 9, 80ff.) aus iran. *nafta- von *nab- feucht sein; nach B. weiterhin zu idg. nebh- in νέφος, Neptunus u.a.m. Über Bed. und weitere Formen (akkad. napṭu) Forbes Mnem. 3: 4, 70f. Lat. LW nap(h)tha.
Page 2,294