συντελεστικός

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντελεστικός Medium diacritics: συντελεστικός Low diacritics: συντελεστικός Capitals: ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: syntelestikós Transliteration B: syntelestikos Transliteration C: syntelestikos Beta Code: suntelestiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A capable of causing or effecting, τινος Epicur.Nat.14.4, Phld. Rh.2.49 S., Ptol.Harm.1.15. II Gramm., ὁ σ. (sc. χρόνος) the tense of completion, viz. pf. and aor., opp. παρατατικός, S.E.M.10.91, 92.101. Adv. -κῶς ib.101.

Russian (Dvoretsky)

συντελεστικός: ὁ (sc. χρόνος) грам. прошедшее законченное время, перфект Sext.

Greek (Liddell-Scott)

συντελεστικός: -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. χρόνος), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, αὐτόθι 101.

Greek Monolingual

-ή, -ό / συντελεστικός, -ή, -όν, ΝΑ συντελῶ
αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος
αρχ.
1. συμπληρωματικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός
(ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό.
επίρρ...
συντελεστικῶς Α
σε συντελεστικό χρόνο.

German (Pape)

ή, όν, vollendet; ὁ σ., sc. χρόνος, das Perfectum, advb. συντελεστικῶς, im Perfekt; Gramm.; Sext. Empir. adv.phys. 2.91, 101.