Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐγχέλειον

From LSJ
Revision as of 11:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχέλειον Medium diacritics: ἐγχέλειον Low diacritics: εγχέλειον Capitals: ΕΓΧΕΛΕΙΟΝ
Transliteration A: enchéleion Transliteration B: encheleion Transliteration C: egcheleion Beta Code: e)gxe/leion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἔγχελυς, in sg., Ar.Fr.318.7, Antiph.222.4: mostly in plural, Pherecr.108.12, Callias Com.3, Posidipp.14; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar.Ach.1043: but in ll.cc. prob. neut. pl. of ἐγχέλειος (sc. κρέα or τεμάχη); so τέμαχος ἐγχέλειον Pherecr.45, cf. Eust. 1231.36.

German (Pape)

[Seite 713] τό, dim. von ἔγχελυς, Aelchen; Ar. bei Ath. III, 104 e; ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ar. Ach. 1087, wo Andere besser κρέα ergänzen, Aalfleisch, von

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχέλειον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἔγχελυς, καθ’ ἑνικ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 302. 7, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1. 4· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ. ἐγχέλεια Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 12, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1. 2, Ποσείδιππ. ἐν «Λοκρίσιν» 1· ὀπτᾶτε τἀγχέλεια Ἀριστοφ. Ἀχ. 1043: - ἐν πᾶσι τούτοις τοῖς χωρίοις ἐγχέλεια δυνατὸν νὰ εἶναι οὐδ. πληθ. τοῦ ἐγχέλειος (ἐξυπακουομένου τοῦ κρέα ἢ τεμάχη)· μάλιστα παρὰ Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδάσκάλῳ» 1 εὑρίσκομεν τέμαχος ἐγχέλειον, πρβλ. Εὐστ. 1231. 36.

Russian (Dvoretsky)

ἐγχέλειον: τό Arph. = ἔγχελυς.