νεανισκεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνισκεύομαι Medium diacritics: νεανισκεύομαι Low diacritics: νεανισκεύομαι Capitals: ΝΕΑΝΙΣΚΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: neaniskeúomai Transliteration B: neaniskeuomai Transliteration C: neaniskeyomai Beta Code: neaniskeu/omai

English (LSJ)

only pres., to be in one's youth, Eup.29, Posidipp.9; ν. ἐν τοῖς ἐφήβοις X.Cyr.1.2.15, Plu.2.12b.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 passer sa jeunesse qqe part;
2 se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.
Étymologie: νεανίσκος.

German (Pape)

[ᾱ], ein νεανίσκος, Jüngling sein; Amphis und Posidipp. bei Phot. und Suid.; Xen. Cyr. 1.2.15, für ἐν τοῖς ἐφήβοις.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνισκεύομαι: (только praes.)
1 проводить свою юность (ἐν τοῖς ἐφήβοις Xen.);
2 достигать юности (т. е. выходить из возраста эфебов): νεανισκευομένων ἀδικήματα Plut. проступки молодых людей.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνισκεύομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ νεανιεύομαι, εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.

Greek Monolingual

νεανισκεύομαι (Α) νεανίσκος
βρίσκομαι στη νεανική ηλικία («ἔξεστιν αὐτοῖς ἐν τοῖς ἐφήβοις νεανισκεύεσθαι», Ξεν.).

Greek Monotonic

νεᾱνισκεύομαι: αποθ., βρίσκομαι στη νεότητά μου, σε Ξεν.

Middle Liddell

νεᾱνισκεύομαι,
Dep. to be in one's youth, Xen. [from νεᾱνίσκος]