νασιώτας
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
α, ὁ, Aeolic and Doric for νησιώτης.
German (Pape)
= dor. νησιώτης.
Russian (Dvoretsky)
νασιώτᾱς: ου дор. = νησιώτης I и II.
Greek (Liddell-Scott)
νασιώτας: α, ὁ, Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ νησιώτης.
English (Slater)
νᾱσιώτας
a adj., of an island “ἐπὶ λαὸν ἀγείραις νασιώταν ὄχθον ἐς ἀμφίπεδον” i. e. the colonists of Cyrene from the island of Thera (P. 9.55)
b subs., islander νασιώταις λίθινον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς, to the people of Seriphos) (P. 10.47)
Greek Monolingual
νασιώτας, ὁ (Α)
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. νησιώτης.
Greek Monotonic
νασιώτας: -α, ὁ, Αιολ. και Δωρ. αντί νησιώτης.