νυκτομαχέω
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc.: metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.
French (Bailly abrégé)
νυκτομαχῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.
German (Pape)
bei Nacht kämpfen; App. B.C. 5.35; Plut. Crass. 29; πρός τινα, Cam. 36.
Russian (Dvoretsky)
νυκτομᾰχέω: сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.
Greek Monotonic
νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. νυκτομαχήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.