ποτιβλέπω
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
Doric for προσβλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.
German (Pape)
dorische Form statt προσβλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
Greek Monolingual
και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].
Greek Monotonic
ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.