συνεπιστένω
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
English (LSJ)
= συνεπιστενάζω (groan at together, groan over together), Plu. Galb. 23.
German (Pape)
= συνεπιστενάζω, Plut. Galb. 23.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιστένω: вместе стонать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστένω: τῷ προηγ., Πλουτ. Γάλβ. 23.
Greek Monolingual
Α ἐπιστένω
συνεπίστενάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-επιστένω mede beklagen, met dat. iets.