τυχόν
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
Adv., v. τυγχάνω A. 1.5.
French (Bailly abrégé)
v. τυγχάνω.
German (Pape)
als adv. gebr. absol. acc. neutr. part. aor.2 zu τυγχάνω, zufällig, vielleicht, von ungefähr; Plat. Alc. II, 140a; Xen. An. 5.9.20 und oft, wie Pol. 2.58.9.
Russian (Dvoretsky)
τῠχόν: adv. τυγχάνω случайно, при случае, тж. возможно, быть может Xen., Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
τῠχόν: Ἐπίρρ., ἴδε τυγχάνω Β. ΙΙΙ. 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β' τυχών, -οῦσα, -όν του ρ. τυγχάνω].
Greek Monotonic
τῠχόν: επίρρ., βλ. τυγχάνω Β. III. 2.
Middle Liddell
τῠχόντως, αδϝ. [v. τυγχάνω B. III. 2.]