Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑδρόρροια

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδρόρροια Medium diacritics: ὑδρόρροια Low diacritics: υδρόρροια Capitals: ΥΔΡΟΡΡΟΙΑ
Transliteration A: hydrórroia Transliteration B: hydrorroia Transliteration C: ydrorroia Beta Code: u(dro/rroia

English (LSJ)

ἡ, = ὑδρορρόα (watercourse, water-course, conduit, canal, sluice, gutter, spout, hidden rock in the sea) I, Plb. 4.57.8.

German (Pape)

ἡ, = ὑδρορρόα; Lobeck Phryn. p. 492; Pol. 4.57.8.

Russian (Dvoretsky)

ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.

Greek Monolingual

η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.