ἀνθρωπεύομαι
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
act as a human being, as opp. both to gods and beasts, Arist.EN1178b7; ψυχὴ ἀνθρωπευομένη a human soul, Herm. ap. Stob.1.41.68.
Spanish (DGE)
obrar como hombre op. dioses y anim., Arist.EN 1178b7, ψυχὴ ... ἀνθρωπευομένη alma humana, Corp.Herm.Fr.25.8.
German (Pape)
[Seite 234] dep. med., sich wie ein Mensch betragen, menschlich handeln, sowohl im Gegensatz gegen Gott, als gegen die Thiere, Arist. Eth. 10, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
vivre ou agir comme un homme.
Étymologie: ἄνθρωπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπεύομαι: поступать по-человечески Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπεύομαι: ἀποθ., ἐνεργῶ ὡς ἄνθρωπος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ τὰ κτήνη, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 8, 6· ψυχὴ ἀνθρωπευομένη, ἀνθρωπίνη, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1074.
Greek Monotonic
ἀνθρωπεύομαι: αποθ., είμαι η ενεργώ ως ανθρώπινο ον, σε Αριστ.