ἐντοίχιος

From LSJ
Revision as of 12:01, 3 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντοίχιος Medium diacritics: ἐντοίχιος Low diacritics: εντοίχιος Capitals: ΕΝΤΟΙΧΙΟΣ
Transliteration A: entoíchios Transliteration B: entoichios Transliteration C: entoichios Beta Code: e)ntoi/xios

English (LSJ)

ον, on the walls, γραφαί D.H.16.3; τὰ ἐ. γράφειν prob. cj. in X.An.7.8.1; ἐ. ὄρυγμα Ruf. ap. Orib.49.32.5.

Spanish (DGE)

-ον
1 mural, parietal ἐντοίχιοι γραφαί pinturas murales D.H.16.3, ὄρυγμα Orib.49.33.5, ἐντοίχιοι θυρίδες nichos murales, empotrados en la pared IG 12(6).13.8 (Samos II a.C.)
neutr. plu. subst. τὸ ἐ. mural ὁ τὰ ἐντοίχια ἐν Λυκείῳ γεγραφώς X.An.7.8.1.
2 intramuros γυνὴ πόρνη ἐν τῇ πόλει, ὁ ἐ. πόλεμος una prostituta en la ciudad es la guerra intramuros Chrys.M.61.709. • Diccionario Micénico: e-to-ki-ja.

German (Pape)

[Seite 856] an der Wand, γραφαί, Wandgemälde, D. Hal. epit. 16, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντοίχιος: -ον, ὁ, ἐπὶ τοῦ τοίχου, ἐντοίχ. γραφαὶ Διον. Ἁλ. 16. 6.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐντοίχιος, -ον)
αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος στον τοίχο («εντοίχια ψηφιδωτά»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐντοίχια
επιγραφές τοίχων.