ἐκπηγνύω
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
English (LSJ)
v. ἐκπήγνυμι.
Spanish (DGE)
helar τὸ ἄγαν ψῦχος ἐκπηγνύον τὰ ὑγρὰ καὶ μαλακὰ τοῦ σώματος Plu.2.953d
•fig. paralizar τοὺς θιγόντας αὐτῆς (τῆς νάρκης) Plu.2.978c.
French (Bailly abrégé)
rendre épais, lourd.
Étymologie: ἐκ, πηγνύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπηγνύω:
1 досл. замораживать, перен. уплотнять, делать твердым (ἐκπαγεὶς καὶ γενομένος σκληρός Plut.);
2 приводить в оцепенение, оглушать (τῆς νάρκης δύναμις τοὺς θίγοντας ἐκπηγνύουσα Plut.).