Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παρίκω

From LSJ
Revision as of 19:15, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρίκω Medium diacritics: παρίκω Low diacritics: παρίκω Capitals: ΠΑΡΙΚΩ
Transliteration A: paríkō Transliteration B: parikō Transliteration C: pariko Beta Code: pari/kw

English (LSJ)

[ῑ], to be past, of time, Pi.P.6.43: pf. part., τῶμ παρικότων IG12(5).109.13 (Paros), unless pf. of πάρειμι (εἶμι ibo).

German (Pape)

[Seite 523] poet. = παρήκω, Pind. P. 6, 43; vgl. Böckh v.l. Ol. 4. 11.

French (Bailly abrégé)

c. παρήκω.
Étymologie: παρά, ἵκω.

Russian (Dvoretsky)

παρίκω: (ῑ) Pind. = παρήκω.

Greek (Liddell-Scott)

παρίκω: [ῑ], ἀρχαῖος ποιητ. τύπος τοῦ παρήκω, ἐπὶ χρόνου, ἔχω παρέλθει, Πινδ. ΙΙ. 6. 43, πρβλ. Böckh διάφ. γραφ. ἐν Πινδ. Ο. 4. 11.

English (Slater)

παρῑκω go past τὰ μὲν παρίκει· τῶν νῦν δὲ (v.l. παρήκει) (P. 6.43)

Greek Monolingual

Α
(για χρόνο) έχω παρέλθει, είμαι περασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἵκω, ομηρ. τ. του ἥκω «έχω έλθει»].

Greek Monotonic

παρίκω: [ῑ], ποιητ. αντί παρήκω, λέγεται για χρόνο, έχω περάσει, έχω φύγει, έχω παρέλθει, σε Πίνδ.

Middle Liddell

poet. for παρήκω
of time, to be gone by, Pind.