τρῶξις
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
εως, ἡ, gnawing, biting, ὀνύχων τρώξεις Arist.EN1148b28; λίθων, γῆς, Hp.Prorrh.2.31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de grignotter.
Étymologie: τρώγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρῶξις -εως, ἡ [τρώγω] het knabbelen:. ὀνύχων τρώξεις nagelbijten Aristot. EN 1148b28.
German (Pape)
ἡ, das Nagen, Essen roher Früchte, Arist. eth. 7.6.
Russian (Dvoretsky)
τρῶξις: εως ἡ τρώγω pl. кусание, обгрызание (τῶν ὀνύχων Arst.).
Greek Monolingual
-ώξεως, ἡ, Α τρώγω
το να τρώει ή να κόβει κανείς κάτι με τα δόντια («ὀνύχων τρώξεις», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
τρῶξις: -εως, ἡ (τρώγω), δάγκωμα, τῶν ὀνύχων, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῶξις: -εως, ἡ, τὸ τρώγειν, ἀποδάκνειν, ἀποκόπτειν διὰ τῶν ὀδόντων, ὀνύχων τρώξεις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 5, 3.