ῥᾳθύμως
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
French (Bailly abrégé)
adv.
tranquillement, avec calme;
Cp. ῥᾳθυμοτέρως ou ῥᾳθυμότερον.
Étymologie: ῥᾴθυμος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾳθύμως: (ῡ)
1 беззаботно, беспечно (φέρειν τι Plat.);
2 равнодушно, с пренебрежением: ῥ. ἔχειν περί τι Polyb. нерадиво относиться к чему-л.