γυναικηρός

From LSJ
Revision as of 19:30, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικηρός Medium diacritics: γυναικηρός Low diacritics: γυναικηρός Capitals: ΓΥΝΑΙΚΗΡΟΣ
Transliteration A: gynaikērós Transliteration B: gynaikēros Transliteration C: gynaikiros Beta Code: gunaikhro/s

English (LSJ)

ά, όν, = γυναικεῖος, Diocl.Com.4; γ. τρόπος Phryn.PSp.55B.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
afeminado s. cont., Diocl.Com.4, γ. τρόπος Phryn.PS 55.

German (Pape)

[Seite 510] = γυναικεῖος, τρόπος B. A. 31.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικηρός: ά, όν,=γυναικεῖος, Διοκλ. (Βακχ. 3) ἐν τοῖς Α.Β. 87, ἔνθα ὁ Meineke ἄνευ ἀνάγκης εἰκάζει γυναικισμός· γυναικηρὸς τρόπος ἀναφέρεται ὑπὸ Φρυν. αὐτ. 31, ἴσως ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.