ἔκκεντρος

From LSJ
Revision as of 19:40, 11 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκκεντρος Medium diacritics: ἔκκεντρος Low diacritics: έκκεντρος Capitals: ΕΚΚΕΝΤΡΟΣ
Transliteration A: ékkentros Transliteration B: ekkentros Transliteration C: ekkentros Beta Code: e)/kkentros

English (LSJ)

ον, Astron., A κύκλος not having the earth as centre, eccentric, Cleom.1.6, Gem.1.34, Ptol.Alm.3.3, etc. II not occupying a cardinal point, opp. ἔγκ., Vett.Val.97.11.

Spanish (DGE)

-ον
astr. excéntrico, cuyo centro no coincide con el de la esfera celeste ἡ (ὑπόθεσις) τῶν ἐκκέντρων κύκλων Theo Sm.166, cf. Procl.Hyp.1.34, in Ti.3.96.27, αἱ καλούμεναι ἔκκεντροι σφαῖραι Simp.in Cael.32.8, cf. Chal.Comm.80, (τῶν πλανητῶν) οἱ κύκλοι Posidon.18, cf. Theo Sm.154, 155, ὁ ἔ. κύκλος ref. la órbita solar, Gem.1.34, cf. Cleom.1.4.58, Ptol.Alm.3.3
astrol. que no coincide con los puntos cardinales del círculo zodiacal οἱ ἀστέρες Vett.Val.92.24, 31, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).261.16.

German (Pape)

[Seite 762] excentrisch, Mathem.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκεντρος: -ον, ἐκτὸς τοῦ κέντρου, μακρὰν αὐτοῦ, Πολ. ἀντίθετον τῷ σύγκεντρος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔκκεντρος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο
2. το ουδ. ως ουσ. μηχανισμός που προορίζεται να μετατρέψει μια ομαλή κυκλική κίνηση σε ευθύγραμμη εναλλασσόμενη
αρχ.
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα ο οποίος δεν περνά από το κέντρο του.