δράσιμος

From LSJ
Revision as of 08:50, 12 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρᾱ́σῐμος Medium diacritics: δράσιμος Low diacritics: δράσιμος Capitals: ΔΡΑΣΙΜΟΣ
Transliteration A: drásimos Transliteration B: drasimos Transliteration C: drasimos Beta Code: dra/simos

English (LSJ)

[ᾱ], ον, = δραστήριος: τὸ δ. activity, vigour, A. Th.554.

Spanish (DGE)

(δράσῐμος) -ον
• Prosodia: [-ᾱ-]
subst. τὸ δράσιμον lo que puede hacerse χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δ. A.Th.554.

German (Pape)

[Seite 665] was zu thun ist; ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον Aesch. Spt. 536, Schol. πολεμικώτατός ἐστιν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ce qu'il faut faire, ce qu'on peut faire.
Étymologie: δράω.

Greek (Liddell-Scott)

δράσῐμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος· τὸ δρ., δραστηριότης, Αἰσχύλ. Θήβ. 554.

Greek Monolingual

δράσιμος, -ον (Α)
1. δραστήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον
ενέργεια, δράση.

Greek Monotonic

δράσῑμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος, τὸ δρ., δραστηριότητα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δρά¯σῐμος, ον adj = δραστήριος
τὸ δρ. activity, Aesch.