ἀψίς
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
Greek (Liddell-Scott)
ἀψίς: Ἰων. ἀψίς, ῖδος, ἡ, (ἅπτω) ἅμμα, συναφή, κόμβος, Λατ. commisura, οἷα τὰ σχηματίζοντα δίκτυον, ἀψῖσι λίνου Ἰλ. Ε. 487, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 146, ἔνθα τὸ ἀψῖδες ἀπολύτως σημαίνει δίκτυα. 2) ἁψῖδες, καμπύλα τεμάχια ξύλου, τέσσαρα ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελοῦσι τὸν κύκλον τροχοῦ, οὕτω δὲ καὶ αὐτὸς ὁ τροχός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 424, Ἡρόδ. 4. 72, Εὐρ. Ἱππ. 1233· κύκλος ἁψῖδος, ὁ τροχὸς τοῦ κεραμέως, Ἀνθ. Πλαν. 101. 3) πᾶς κύκλος ἢ δίσκος, τὴν ἡμερίαν ἁψῖδα, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Εὐρ. Ἴων 88· τόξον, ἐπὶ τοῦ οὐρανίου τόξου τῆς ἴριδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2. 3, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Πλουτ. 2. 103F, 4) θόλος (πρβλ. ψαλὶς ΙΙ), ὑπὸ τὴν οὐράνιον ἁψῖδα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. αἰθεροβατεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2644, 4440, κ. ἄλλ· κατὰ τὴν ἁψῖδα ποτώμενον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33· θριαμβετικὴ ἁψίς, Δίων Κ. 53. 22 καὶ 26, κτλ.: - μεταφ., κάμπτειν ἐπῶν ἁψῖδας Ἀριστ. Θεσμ. 53. 6) σελάνας εἰς δεκάτην ἁψῖδα, εἰς τὴν δεκάτην περιφορὰν τῆς σελήνης, ἤτοι τὸν δέκατον μῆνα. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 37 γ) ἐν τῇ Βυζαντινῇ ἀρχιτεκτον., ἁψὶς τῶν βασιλικῶν λεγομένων στοῶν, Λατ. concha, κοινῶς ἀχιβάδα, τὸ ἡμικύκλιον τοῦ ἱεροῦ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν Ὀρθοδόξων, ἔνθα τίθενται οἱ ἀρχιερατικοὶ θρόνοι, ἰδὲ Suicer. [ἁψῐ΄δα παρὰ μεταγεν. ποιητ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 440. 9, 445. 4]
English (Autenrieth)
ῖδος: mesh, pl., Il. 5.487†.
Translations
arch
Arabic: قَوْس; Armenian: կամար; Azerbaijani: tağ; Bashkir: көмбәҙ; Belarusian: арка; Bulgarian: арка; Burmese: မုခ်ခုံး; Catalan: arc; Chinese Mandarin: 拱, 拱券, 拱門, 拱门; Czech: oblouk; Danish: bue; Dutch: boog; Esperanto: arko; Estonian: kaar; Finnish: kaari; French: arc; Friulian: arc; Georgian: თაღი; German: Bogen; Greek: αψίδα; Ancient Greek: ἁψίς; Hebrew: קֶשֶׁת; Hindi: चाप; Hungarian: ív; Icelandic: bogi; Ido: arko; Italian: arco; Japanese: アーチ; Kazakh: доға; Korean: 아치; Kurdish Northern Kurdish: kevane; Kyrgyz: дого; Latin: arcus; Latvian: arka; Lithuanian: arka; Macedonian: свод, арка; Malay: gerbang; Malayalam: കമാനം; Manx: aae; Norwegian Bokmål: bue; Old English: bīeġels; Persian: طاق; Polish: łuk; Portuguese: arco; Romanian: arc; Russian: арка, свод; Scots: pend; Scottish Gaelic: bogha; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̑к; Roman: lȗk; Slovak: oblúk; Slovene: obok, lok; Spanish: arco; Swedish: valvbåge, valv, båge; Tajik: тоқ, равоқ; Thai: ช่องโค้ง; Turkish: kemer; Ukrainian: арка; Uzbek: toq, ravoq, arka; Vietnamese: vòm; Walloon: åtche