ἁψίς

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁψίς Medium diacritics: ἁψίς Low diacritics: αψίς Capitals: ΑΨΙΣ
Transliteration A: hapsís Transliteration B: hapsis Transliteration C: apsis Beta Code: a(yi/s

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἀψίς, ῖδος, ἡ, (ἅπτω)
A loop, mesh, such as form a net, ἀψῖσι λίνου Il.5.487; ἁψῖδες = nets, A.R.3.138, Opp.H.4.146.
2 felloe of a wheel, Hes.Op.426, Lyr.in PLG3.740; the wheel itself, Hdt.4.72, E.Hipp.1233; κύκλος ἁψῖδος the potter's wheel, APl.4.191 (Nicaenet.).
3 in Archit., dowel-pin, IG11(2).161A70 (De†los, iii B. C.).
4 disk, τὴν ἡμερίαν ἁψῖδα, of the sun, E.Ion88; segment cut off by rainbow, Arist.Mete.371b28, cf. Poet. ap. Plu.2.103f.
5 arch or vault (cf. ψαλίς ΙΙ), ἐπὶ τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα Pl.Phdr.247b, cf. Suid. s.v. αἰθεροβατεῖν, Epigr.Gr.1078 (Adana), IGRom.3.975, PMag.Lond.46.41; κατὰ τὴν ἁψῖδα ποτώμενος Luc.Bis Acc.33; triumphal arch, D.C.53.22,26, etc.: metaph., κάμπτειν ἐπῶν ἁψῖδας Ar.Th. 53.
b σελάνας ἐς δεκάταν ἁψῖδα in the moon's tenth orbit, i.e. the tenth month, Hymn.Is.38.
c ἡ ἀνωτάτω ἁ. θεάτρου uppermost tier, D.C.61.17. (ἅψιδα in late Poets, Epigr.Gr.440.9,445.4.)

Spanish (DGE)

-ῖδος, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀψίς Il.5.487
• Prosodia: [-ῐδ- GVI 656.9 (Namara II/III d.C.), 122 (Bostra III d.C.)]
• Morfología: [ac. ἅψιν Hes.Op.426, ἁψίδα GVI l.c.]
I plu. mallas, redes ὡς ἀψῖσι λίνοι' ἁλόντε πανάγρου Il.l.c., μέχρις ἂν περιπέσωσι ταῖς τῶν λίνων ἁψῖσιν D.P.Au.3.9, ῥηϊδίως ἁψῖσι περίσχετον ἀμφικαλύψας Opp.H.4.146.
II sg. de segmentos curvos
1 pina, cada uno de los segmentos que ensamblados forman la llanta τρισπίθαμον ἅψιν ταμεῖν δεκαδώρῳ ἀμάξῃ Hes.l.c.
tb. llanta (τὸν ἡλίον) ὥσπερ ἐν τρόχῳ ... ἔχει ... τὰς κνημῖδας πρὸς τὴν ἔξωθεν τὴν ἁψῖδος περιφοράν Ach.Tat.19 (= Anaximand.A 21), κατὰ τὴν ἁψῖδα συμμεταβάλλοντος pudiendo moverse a lo largo de la llanta Arist.Mech.851b17
fig. κάμπτει δὲ νέας ἁψῖδας ἐπῶν moldea nuevas junturas de versos Ar.Th.53.
2 geom. semicírculo Hero Geom.18.1, τῆς ἴριδος ... ἁ. segmento de arco Arist.Mete.371b28, 29, cf. Plu.2.103f.
3 bóveda celeste ἄκραν ἐπὶ τὴν ὑπουράνιον ἁψῖδα πορεύονται Pl.Phdr.247b, κατὰ τὴν ἁψῖδα πετάμενον Luc.Bis Acc.33, ὅταν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestr.SHell.164.2
fig. la cima más alta εἰς ἁγιωσύνης ἁψῖδα ἀναβεβηκέναι Nil.M.79.1137C.
III arq.
1 dovela ξύλον εἰς τὰς ἁψῖδας τοῖς σφονδύλοις τοῦ κίονος IG 11(2).161A.70 (Delos II a.C.)
arco κίονος ... κατὰ τὰς ἄκρας εἰς ἁψῖδα περιαγομένου Hld.10.6.2, ἁψῖδες πανταχόθεν τετραμμέναι μίαν ὀροφὴν ἔχουσαι Lib.Or.11.202
arco de triunfo εἰκόνες αὐτῷ ἐφ' ἁψίδων ... ἐποιήθησαν D.C.53.22.2, cf. 55.2.3, 68.1.1, CPHerm.127ue.2.22 (III d.C.), ἁψίδα Τροπαιοφόρον D.C.49.15.1, 51.19
plu. arcos de un puente IGR 3.887.7 (Cilicia), εἰλήσας ἁψῖδας ἐπάνω τοῦ ... ποταμοῦ Io.Mal.Chron.M.97.505A.
2 hemiciclo de asientos τὴν ἀνωτάτου τοῦ θεάτρου ἁψῖδα D.C.61.17.2.
3 arcosolio o cámara funeraria con o sin tumba Beth She'arim 137, 142 (ambas IV d.C.), GVI ll.cc.
IV como círculo completo
1 anillo ἀμφὶ δ' ἑκάστῳ διπλόαι ἁψῖδες περιηγέες εἱλίσσονται de una pelota, A.R.3.138.
2 rueda ἁψῖδος ἥμισυ ἐπὶ δύο ξύλα στήσαντες ὕπτιον Hdt.4.72, ἁψῖδα πέτρῳ προσβάλλων ὀχήματος E.Hipp.1233
fig. carro del día, aurora Παρνεσιάδες ... κορυφαὶ ... τὴν ἡμερίαν ἁψῖδα βροτοῖσι δέχονται E.Io 88
disco γλαυκὶ ... ἣν ὁ θηρατὴς κατά τινος χαλκῆς στήσας ἁψῖδος τινάσσει D.P.Au.3.17
rueda de la noria, PLond.1177.200 (II d.C.), PFlor.218.4 (III d.C.), PThead.20.10 (IV d.C.)
torno de alfarero Ἑρμῆν ἔπλασεν ἁψῖδος κύκλος ἐλισσόμενος Nicaenet.5
recipiente, vaso Vlp.Dig.34.2.19.6.
3 astr. órbita σελάνας ἐς δεκάτην ἁψεῖδα en el décimo mes, Hymn.Is.38 (Andros), cf. Plin.HN 2.63, 64.
• Etimología: v. ἅπτω.

German (Pape)

[Seite 421] ῖδος, ἡ, ion. ἀψίς (ἅπτω), 1) die Verknüpfung, λίνου ἀ ψῖδες, die Maschen des Garnes, Il. 5, 487, wie Opp. H. 4, 146. – Bei Hes. O. 426 ἄψιν, in äol. Form, die Choorobosc. B. A. p. 1207 ausdrücklich bemerkt, Radfelge, wie Her. 4, 72; Eur. Hipp. 1233; vgl. Ion. 88; Hesych. τὰ κύκλα τῶν τροχῶν; – κ ύκλος ἁψῖδος, die Töpferscheibe, Nicaenet. 2 (Plan. 191); – kom., κάμπτει δὲ νέας ἁψῖδας ἐπῶν Ar. Thesm. 53, nach dem Schol. παρὰ τῶν οἰκοδομούντων, an die gewöhnlichste Bdtg des Wortes, Gewölbe, anknüpfend, wie es Byz. an. 3 (IX. 696) steht u. Dio C. ἁψὶς τροπαιοφόρος für Triumphbogen braucht. – Bes. das Himmelsgewölbe, ὑπουράνιος Plat. Phaedr. 247 b; ἂν Φαέθων πυμάτην ἁψῖδα διφρεύῃ Archestrat. bei Ath. VII, 326 b; οὐρανίην ἁψῖδα ἱκάνειν Ep. ad. 575 (IX, 208); vgl. Luc. Bis acc. 33.

French (Bailly abrégé)

ῖδος (ἡ) :
I. nœud ou maille d'un filet;
II. p. anal. objet de forme courbe ou circulaire :
1 jante de roue ; roue;
2 cercle ou disque (du soleil);
3 arc-en-ciel;
4 voûte ; arc de triomphe;
5 fig. inflection en parl. de vers.
Étymologie: ἅπτω¹.

Greek Monolingual

ἅψις, η (Α) άπτω
1. άγγιγμα, επαφή
2. φρ. «ἅψις φρενῶν» — παραφροσύνη.
η
βλ. αψίδα.

Greek Monotonic

ἁψίς: Ιων. ἀψίς, -ίδος, ἡ (ἅπτω
1. αρμός, βρόχος, θηλιά, που σχηματίζουν δίχτυ, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κύκλος ή στεφάνη τροχού, τροχός μόνος του, σε Ησίοδ., Ηρόδ., Ευρ.
3. κάθε κύκλος ή δίσκος, λέγεται για τον ήλιο, στον ίδ.
4. αψίδα, τόξο ή καμάρα, σε Πλάτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἁψίς: ион. ἀψίς, ῖδος ἡ (acc. ἁψῖδα и ἅψιν)
1 петля, очко (λίνου ἀψῖδες Hom.);
2 досл. обод колеса, перен. колесо Hes., Her., Eur., Plut.;
3 дуга (ἴριδος Arst.);
4 свод (ἡ οὐράνιος ἁ. Plat.);
5 диск: ἡ ἡμερία ἁ. Eur. солнечный диск;
6 ирон. сплетение (ἁψῖδες ἐπῶν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀψίς: Ἰων. ἀψίς, ῖδος, ἡ, (ἅπτω) ἅμμα, συναφή, κόμβος, Λατ. commisura, οἷα τὰ σχηματίζοντα δίκτυον, ἀψῖσι λίνου Ἰλ. Ε. 487, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 146, ἔνθα τὸ ἀψῖδες ἀπολύτως σημαίνει δίκτυα. 2) ἁψῖδες, καμπύλα τεμάχια ξύλου, τέσσαρα ἐκ τῶν ὁποίων ἀποτελοῦσι τὸν κύκλον τροχοῦ, οὕτω δὲ καὶ αὐτὸς ὁ τροχός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 424, Ἡρόδ. 4. 72, Εὐρ. Ἱππ. 1233· κύκλος ἁψῖδος, ὁ τροχὸς τοῦ κεραμέως, Ἀνθ. Πλαν. 101. 3) πᾶς κύκλοςδίσκος, τὴν ἡμερίαν ἁψῖδα, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Εὐρ. Ἴων 88· τόξον, ἐπὶ τοῦ οὐρανίου τόξου τῆς ἴριδος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 2. 3, πρβλ. Ποιητὴν παρὰ Πλουτ. 2. 103F, 4) θόλος (πρβλ. ψαλὶς ΙΙ), ὑπὸ τὴν οὐράνιον ἁψῖδα Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. αἰθεροβατεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2644, 4440, κ. ἄλλ· κατὰ τὴν ἁψῖδα ποτώμενον Λουκ. Δὶς Κατηγ. 33· θριαμβετικὴ ἁψίς, Δίων Κ. 53. 22 καὶ 26, κτλ.: - μεταφ., κάμπτειν ἐπῶν ἁψῖδας Ἀριστ. Θεσμ. 53. 6) σελάνας εἰς δεκάτην ἁψῖδα, εἰς τὴν δεκάτην περιφορὰν τῆς σελήνης, ἤτοι τὸν δέκατον μῆνα. Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 37 γ) ἐν τῇ Βυζαντινῇ ἀρχιτεκτον., ἁψὶς τῶν βασιλικῶν λεγομένων στοῶν, Λατ. concha, κοινῶς ἀχιβάδα, τὸ ἡμικύκλιον τοῦ ἱεροῦ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τῶν Ὀρθοδόξων, ἔνθα τίθενται οἱ ἀρχιερατικοὶ θρόνοι, ἰδὲ Suicer. [ἁψῐ΄δα παρὰ μεταγεν. ποιητ., Ἐπιγρ. Ἑλλ. 440. 9, 445. 4]

Middle Liddell

ἅπτω
1. a juncture, loop, mesh, such as form a net, Il.
2. the felloe or felly of a wheel, the wheel itself, Hes., Hdt., Eur.
3. any circle or disk, of the sun, Eur.
4. an arch or vault, Plat., Luc.

Frisk Etymology German

ἁψίς: -ῖδος
{hapsís}
Grammar: f.
Meaning: Masche eines Netzes, Radfelge, Gefüge (Kretschmer Glotta 10, 233f.).
Etymology: Erweiterung bzw. Umbildung auf -ιδ- eines unbekannten Verbalnomens zu ἅπτω, s. d.
Page 1,204

Mantoulidis Etymological

(=ραφή, καμάρα, θόλος). Ἀπό τό ἅπτω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

arch

Arabic: قَوْس‎; Armenian: կամար; Azerbaijani: tağ; Bashkir: көмбәҙ; Belarusian: арка; Bulgarian: арка; Burmese: မုခ်ခုံး; Catalan: arc; Chinese Mandarin: 拱, 拱券, 拱門, 拱门; Czech: oblouk; Danish: bue; Dutch: boog; Esperanto: arko; Estonian: kaar; Finnish: kaari; French: arc; Friulian: arc; Georgian: თაღი; German: Bogen; Greek: αψίδα; Ancient Greek: ἁψίς; Hebrew: קֶשֶׁת‎; Hindi: चाप; Hungarian: ív; Icelandic: bogi; Ido: arko; Italian: arco; Japanese: アーチ; Kazakh: доға; Korean: 아치; Kurdish Northern Kurdish: kevane; Kyrgyz: дого; Latin: arcus; Latvian: arka; Lithuanian: arka; Macedonian: свод, арка; Malay: gerbang; Malayalam: കമാനം; Manx: aae; Norwegian Bokmål: bue; Old English: bīeġels; Persian: طاق‎; Polish: łuk; Portuguese: arco; Romanian: arc; Russian: арка, свод; Scots: pend; Scottish Gaelic: bogha; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̑к; Roman: lȗk; Slovak: oblúk; Slovene: obok, lok; Spanish: arco; Swedish: valvbåge, valv, båge; Tajik: тоқ, равоқ; Thai: ช่องโค้ง; Turkish: kemer; Ukrainian: арка; Uzbek: toq, ravoq, arka; Vietnamese: vòm; Walloon: åtche