Γαλάται
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
[λᾰ], οἱ, = Gauls, Galatians, Κελτοί (but Κελτοὶ καὶ Γαλάται Arist.Fr.35), Plb.1.6.2, etc.: fem. sg. Γαλάτισσα, GDI2154.7 (Delph., ii B. C.):—Adj. Γᾰλᾰτικός, Γαλατική, Γαλατικόν, πέλαγος Arist.Mu.393a27; χώρα Act.Ap.16.6; ἔργα βάρβαρα καὶ Γαλατικά Plu.2.1049b. Adv. Γαλατικῶς, ἐνεσκευασμένος Id.Oth.6.
Greek (Liddell-Scott)
Γαλάται: οἱ, λέξις μεταγεν. ἀντὶ τοῦ Κελτοί, Ἀριστ. Ἀποσπ. 30, Πολύβ. 1. 6, 2, κ. ἀλλ.· ― ἐπίθ. Γαλατικός, ή, όν, Ἀριστ. Κόσμ. 3, 9 καὶ 11.
French (Bailly abrégé)
v. Γαλάτης.