almachtig
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Dutch > Greek
παγκρατής, παγκράτωρ, παμβίας, παναλκής, πανδύναμος, πανσθενής, πανταρκής, παντεξούσιος, παντοδύναμος, παντοκράτωρ, παντοποιός, τέλειος, τέλεος, ὑπερμενής