ποστημόριον

From LSJ
Revision as of 10:22, 3 January 2023 by Spiros (talk | contribs)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποστημόριον Medium diacritics: ποστημόριον Low diacritics: ποστημόριον Capitals: ΠΟΣΤΗΜΟΡΙΟΝ
Transliteration A: postēmórion Transliteration B: postēmorion Transliteration C: postimorion Beta Code: posthmo/rion

English (LSJ)

and ποστήμορον, τό, fraction, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ποστημόριον: τὸ, τί μέροςκλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.

Greek Monolingual

τὸ, Α
μέρος, κλάσμα από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποστός + μόριον (πρβλ. < δεκατη-μόριον, τεταρτη-μόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε ανομοίωση προς αποφυγή τών συνεχόμενων βραχειών συλλαβών].