συνεπιθωΰσσω
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.
French (Bailly abrégé)
exciter par ses cris.
Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.
German (Pape)
mit od. zugleich zurufen, ἐλάφους, Plut. amator. 14.
Russian (Dvoretsky)
συνεπιθωΰσσω: одновременно скликать, призывать (δορκάδας καὶ λαγωούς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.
Greek Monolingual
Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].