ἀζαίνω

From LSJ
Revision as of 11:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀζαίνω Medium diacritics: ἀζαίνω Low diacritics: αζαίνω Capitals: ΑΖΑΙΝΩ
Transliteration A: azaínō Transliteration B: azainō Transliteration C: azaino Beta Code: a)zai/nw

English (LSJ)

(ἄζὠ dry, parchup, aor. subj.ἀζήνη, -ήνησι Nic.Th.205, and v.l. in 368:—Pass., ἀζαίνεται (as v.l. for αὐαίνεται) ib.339: aor. ἀζάνθη Hsch.

Spanish (DGE)

secar, desecar εἰσόκε λάχνην Σείριος ἀζήνῃ Nic.Th.205, ἀζάνθη· ἐξηράνθη Hsch.
• Etimología: Cf. ἄζα.

German (Pape)

[Seite 43] austrocknen, Σείριος ὕδωρ Nic. Th. 367; pass., χείλη ἀζαίνεται ὑπὸ δίψης 339, vgl. ἀζάνομαι u. καταζαίνω.

French (Bailly abrégé)

dessécher.
Étymologie: ἄζα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀζαίνω: (ἄζω) ξηραίνω˙ καταξηραίνω˙ ἀόρ. ὑποτακτ. ἀζήνῃ -ήνῃσι, Νικ. Θ. 205, 368. (ὁ Schneid. ἀναγινώσκει καὶ αὐαιν- κατὰ Κώδ. ΙΙ.). Παθ. ἀζαίνεται, (Schneid. αὐαίνεται), αὐτόθι 339˙ πρβλ. ἀζάνω, καταζαίνω.